θερινοῦ

θερινοῦ
θερινός
Aër.
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άνοιξη — Εποχή του έτους, μεταξύ της εαρινής ισημερίας και του θερινού ηλιοστασίου. Στο βόρειο ημισφαίριο αρχίζει στις 21 Μαρτίου, τελειώνει στις 21 Ιουνίου και διαρκεί 93 ημέρες. Οι ημέρες έχουν μέση διάρκεια και συνεχώς μεγαλώνουν. Ο ήλιος περνά από… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • λήδος — λῆδος, δωρ. τ. λᾱδος, τὸ (Α) 1. είδος ευτελούς ελαφρού ιματίου, θερινού ενδύματος 2. φθαρμένο τριβώνιο*, χλαμύδα, πανωφόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. έχει συνδεθεί με τον τ. λῆνος «μαλλί, έριον». Η σύνδεση ταιριάζει με τη σημ. τής λέξης …   Dictionary of Greek

  • συήνη — Αρχαία πόλη της Ν. Αιγύπτου στη δεξιά όχθη του Νείλου, το σημερινό Ασουάν. Βρισκόταν σε στρατηγική θέση και δέσποζε συγχρόνως και στις χερσαίες οδούς προς το εσωτερικό της Αφρικής και της υγρής του Νείλου. Φημιζόταν για τα λατομεία του γρανίτη,… …   Dictionary of Greek

  • Αργιθέας, δήμος — Νέος δήμος (2.627 κάτ.) του νομού Καρδίτσης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Ανθηρού, Αργιθέας, Ελληνικών, Θερινού, Καλής Κώμης, Καρυάς, Μεσοβουνίου και Πετρωτού, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του… …   Dictionary of Greek

  • Αρεντσάνο — (Arenzano). Κωμόπολη της Ιταλίας και αγροτικό κέντρο. Βρίσκεται σε απόσταση περίπου 24 χλμ. από τη Γένοβα. Στην Α. υπάρχουν αξιόλογα ναυπηγεία κατασκευής μικρών σκαφών, που είναι ειδικευμένα στη ναυπήγηση φορτηγίδων τύπου μαούνας. H Α. είναι… …   Dictionary of Greek

  • Βερώνη-Γεννάδη, Αικατερίνη — (Κωνσταντινούπολη 1870 – Αθήνα 1955). Ηθοποιός του θεάτρου. Άρχισε τη θεατρική της σταδιοδρομία σε νεαρή ηλικία, παίζοντας στην Κωνσταντινούπολη διάφορους ρόλους μαζί με τα αδέλφια της Θεμιστοκλή, Δημήτριο και Σμαράγδα. Το 1885 εμφανίστηκε για… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης ο Βαπτιστής ή ο Πρόδρομος — (περ. 5 π.Χ. – 27; μ.Χ.).Άγιος και προφήτης της χριστιανικής Εκκλησίας. Ήταν γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ. Πολύ σύντομα αποσύρθηκε στην έρημο, όπου έμεινε έως το 15o έτος της βασιλείας του Τιβέριου, διάγοντας ασκητική ζωή και κηρύσσοντας την …   Dictionary of Greek

  • Μεντβένιτσα — (Medvenica). Όρος (1.035 μ.) της Κροατίας στην κοιλάδα του Σαύου. Αποτελείται από κρυσταλλικά, ασβεστολιθικά και σχιστολιθικά πετρώματα. Αποτελεί τόπο θερινού παραθερισμού για τους κατοίκους του Ζάγκρεμπ αλλά και άλλων περιοχών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”